- χλωροφορμικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλωροφόρμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωροφορμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλωροφόρμιο, αυτός που γίνεται με το χλωροφόρμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)